- καρπιστής
- καρπιστήςemancipatormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρπιστής — καρπιστής, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] αυτός που απελευθερώνει δούλο … Dictionary of Greek
καρπιστοῦ — καρπιστής emancipator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστήν — καρπιστής emancipator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιστικός — καρπιστικός, ή, όν (Α) [καρπιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απελευθέρωση δούλου 2. (για απόφαση) απαλλακτικός … Dictionary of Greek